- ἐνδείγματα
- ἔνδειγμαevidenceneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένδειγμα — το (AM ἔνδειγμα) ένδειξη, τεκμήριο μσν. πληθ. ἐνδείγματα σημεία και τέρατα, παράλογα ή περίεργα γεγονότα … Dictionary of Greek